Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016



Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.


Κώστας Καβάφης


Στην φύση δεν υπάρχει σφάλμα ή κακία.
Μα… όταν μ’ απορία
Συν- Άνθρωπε, τους γύρω σου ρωτάς
να σου πουν το ποιος
είναι ο δημιουργός
του κακού,
απάντηση από άλλον μην ζητάς…
αλλά… άκου του ποιητή
μια συμβουλή.
Μέσα σου να ψάξεις
να την βρεις….
Και τότε σίγουρα θα τρομάξεις
κι ίσως να νοιώσεις ντροπή
όταν θα δεις
ολοφάνερα και καθαρά
πως ο δημιουργός είσαι εσύ,
ο ίδιος σου εαυτός
κάθε φορά
που ενεργείς
με δόλιο νου
και γεμάτη μίσος τη καρδιά…



Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

Γιάννη Ρίτσου


Τελικά η ομορφιά της ζωής βρίσκεται 
στη μοναδικότητα της στιγμής που
μόλις πέρασε... 

-Α.Παπαδάκη-


Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·
τα καστανά του μάτια, σαν κομένα·
είκοσι πέντ’ ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·
με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
— τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου —
ασκόπως περπατεί μες στην οδό,
ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,
από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε. 

Κ.Καβάφης


Καθώς βαδίζω, μια σκιά μ’ ακολουθεί αποπάνω σαν βαρύ νέφος ή φτερό δυσοίωνου πουλιού. Είναι μαζί μου όπου να πάω, μαζί μου ό,τι να κάνω, και δεν αφήνει ούτε να δω τον ήλιο του θεού.


Κώστας Καρυωτάκης 



Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω

Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι

Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να ‘μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι


Γιάννη Σκαρίμπα


Όλοι κοιμούνται κι εγώ ξαγρυπνώ περνώ σε χρυσή κλωστή ασημένια φεγγάρια και περιμένω να ξημερώσει για να γεννηθεί ένας νέος θεός μες στην καρδιά μου την παγωμένη από άγρια φαντάσματα και τη μαύρη πίκρα.


Μίλτος Σαχτούρης 





Ήταν άνθρωποιΠολλοί πολλοί άνθρωποιΑγκαλιασμένοιΜε τα δάχτυλα σφιχτά
(Σα χειροπέδες)Κι όταν σκοτείνιασεΎστερα μείναν λίγοι άνθρωποιΚι ύστερα ακόμα πιο λίγοιΌσο σβήναν τα φώτα ένα ένα
Όσο βούλιαζε η νύχταΚι ύστερα ακόμα πιο λίγοιΚι οι άλλοι πουλούσαν τα μάτια τουςΚι οι άλλοι τούς κλέβαν τα δόντια τουςΚι αυτοί κλειδώναν τα μάτια τους
Κι αυτοί καρφώναν τα δόντια τουςΓυρίζοντας στον τοίχο τους καθρέφτες(Όλο και λίγοι πιο λίγοι)Ώσπου σε μια στιγμήΆνοιξε κάποιος το μαχαίρι
Κι έσκισε το πουκάμισό τουΚι είδανε τ’ όνομά του γραμμένο στο στήθοςΠάνω ακριβώς στο μέρος της καρδιάς.
(Σ’ αυτούς που λέω τώρα αυτά τα λόγια).

Μανόλης Αναγνωστάκης