Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016



Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία της Βηρυτού κυλιέμαι. Δεν ήθελα να μένω στην Αλεξάνδρεια εγώ. Μ’ άφησεν ο Ταμίδης·κι επήγε με του Επάρχου τον υιό για ν’ αποκτήσει μια έπαυλι στον Νείλο, ένα μέγαρον στην πόλιν.Δεν έκανε να μένω στην Αλεξάνδρεια εγώ. Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία της Βηρυτού κυλιέμαι. Μες σ’ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς. Το μόνο που με σώζει σαν εμορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνωστην σάρκα μου έχει μείνει, είναι που είχα δυο χρόνια δικό μου τον Ταμίδη, τον πιο εξαίσιο νέο,δικό μου όχι για σπίτι ή για έπαυλι στον Νείλο.


Κωνσταντίνος Καβάφης 



Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω5 ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατώνπου έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτιείχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλητα ηδονικά και ρόδινα της μέθης  τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώραπου γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.


Κωνσταντίνος Καβάφης